- παραδειγματώδεις
- παραδειγματώδηςcharacterized by examplesmasc/fem acc plπαραδειγματώδηςcharacterized by examplesmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμηματικός — ή, ό (Α ἐνθυμηματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του… … Dictionary of Greek
παραδειγματώδης — ῶδες, Α [παράδειγμα, ατος] αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, ο γεμάτος παραδείγματα («παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek